Τρίτη

Το σκηνικό









Πήρε η ζωή μου ξανά το ανηφόρι



Και περπατάω μόνος σκεφτικός


Σκέφτομαι μέσα στο δικό μου ζόρι


Μην έμεινα στη δείλια μου πιστός






Βλέπω τους ανθρώπους γύρω μ’ άδεια μάτια


Και βλέπουνε τον δρόμο σκοτεινό


Μονολογούνε , σηκώνουνε τα πέτα


Δε θέλει κόπο να βρεις το κακό






Μα ό,τι λεω το βλέπεις φαντασίες


Και πάντα μου προτείνεις το σωστό


Και θα βρεθούμε σε νέες ουτοπίες


Να χρωματίσουμε το σκηνικό






Πάρε τα σύρματα, φτιάξε περιφράξεις


Να έχεις σε σήματα τις εντολές


Και προς το άγνωστο, τρέχα να προφτάσεις


Μη σε προλάβουνε οι ένοχες






Γιατί υπάρχουμε; Αν ψάχνεις την αιτία


Είναι για να έχει τόπο η συμφορά


Εδώ η αγάπη κατάντησε λαγνεία


Και η λαγνεία έγινε μαγκιά






Μα ό,τι λεω το βλέπεις φαντασίες


Και ό,τι λες είναι τα σωστά


Και θα βρεθούμε σε νέες ουτοπίες


Και θα προσφέρουμε κοινωνικά






Κάνω τα όνειρα στο βράχο όλα κομμάτια


Και τραγουδάω τις ανατροπές


Είμαι ο τύπος που κάνει φασαρία


Και έχει κλειδιά για όλες τις φυλακές






Μες την ζωή σου χόρεψε σαν ζέβρα


Κοίτα σαν αίλουρος την ανατολή


Του κεραυνού προσπέρασε το ρεύμα


Και ένα τραγούδι πες στην αστραπή






Και θα βρεθούμε σε νέες ουτοπίες


Να λύσουμε τις όποιες διαφορές


Θα καταλήξουμε σε ωραίες συμφωνίες


Ή θα τελειώσουμε με απειλές

Παρασκευή

Ίσως









Βλέπω τα παιδιά χωρίς παπούτσια στα φανάρια
Και σκέφτομαι τον όμορφο μας κόσμο
Γύρω οι πλατείες να ειν γεμάτες με σκουπίδια
Και αδέσποτα σκυλιά γυρνάν στο δρόμο

Κρύφτηκε η αλήθεια σε υπόγεια και στοίχους
Και σέρνετε σε άλλη εποχή
Τώρα πια το ψέμα μας ξέρανε τους κήπους
Κι αγάπη έχει χρόνια κρεμαστεί

Γύρω μου ο ουρανός σκοτεινός και γκρίζος
Το βήμα μου αποτυπώνει η σκόνη
Μέσα από τις λέξεις σου τις μυρωδιές μυρίζω
Την μουσική μου ο κόσμος μου γυμνώνει

Και αν σε τύχω μάτια μου πώς να σε γνωρίσω
Κάτω από τους τόνους του απαλού σου μεηκ απ
Με ποια έρημη αλήθεια τον κόσμο να ορίσω
Φωτίζοντας αχνά τα πλαστικά

Πούλησα τα αισθήματα και αγόρασα ανέσεις
Ενέσεις διαρκείας για καλύτερη ζωή
Τώρα πια το σώμα μου μπορείς να το συνθέσεις
Ίσως να μπορείς και την ψύχη




Τρίτη

Παρασκευή

Ο στόμφος καίγεται ίσια

Άπλωσε ο δρόμος τα χαλιά του
Στα κόκκινα η ανατολή
Και στην σκιά η σιωπή
Μονά ζυγά δικά του

Είχα την έχθρα να μερεύω
Και να μοιράσω την οργή
Και στην θυσία της στιγμής
Κομμάτια να διαλέγω

Κι είπες και συ
Και είπα και γω
και διάλεξα να αιμορραγώ
Όλα  τα μη

Πουλάω σκόνη των θέων
ποιος με διαφεντεύει;
Ποιος ξέρει να γυρεύει;
Ανοίγεσαι στο  απών;



Το τέλος ράβει μια μοδίστρα
Χρυσή κλωστή η ακρογιαλιά
Και τα κορμιά από γυαλιά
Ο στόμφος καίγεται ίσια

Τετάρτη

Η μεγάλη γιορτή.




Η πλατεία ήταν γεμάτη από τον κόσμο που είχε έρθει για την γιορτή της αλλαγής .



Το τσίρκο ήταν στην μέση της, και ο κλόουν στο σημείο που πριν κάποια χρόνια κάποιοι είχαν χάσει την ζωή τους αγωνιζόμενοι για την ελευθέρια,* και μοίραζε γλυκά και τριαντάφυλλα...






Ο ακροβάτης έκανε την ισορροπία του πάνω στα ηλεκτροφόρα καλώδια της Δ.Ε.Η. Και όλοι από κάτω κοίταγαν με θαυμασμό, μασώντας το υπέροχο μέλλον τους που οι πολιτικοί τους είχαν φέρει με κόπο και προσοχή από της Βρυξέλες.






Πληροφορίες ότι το γεύμα τους περιελάμβανε έναν εργάτη και το ασφαλιστικό ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν...






Τα ματ παρατεταγμένα σε σχήμα προσευχής χτυπούσαν ρυθμικά τις ασπίδες τους.






Ταμ ταμ ταμ.






Οι μικροί πυροβολητές άρχισαν να παίζουν τα όργανα τους.






Τα τατ τα τα τα τα τα τατ τα τα τατα τατα τατα τατα.






Ο Θεός από πάνω για όσους πιστεύουν, η λεν πως πιστεύουν, ούρλιαζε πως δεν θέλει να γιορτάσουν την αλλαγή μιας και ποτέ δε την δεχόταν.






Καθόμουν παραπέρα και κοιτούσα πονούσε , το πνεύμα πονούσε ούρλιαζε μα μέσα στο χαμό και τη βοή του πανηγυριού κανείς δεν το άκουγε.






Απ’ την άλλη μπορεί η φωνή του να ήταν η ιδέα μου ,να συνέβαινε μόνο στο δικό μου κεφάλι.






Το πλήθος εκστασιασμένο από το αναβλύζων αίμα άρχισε να τρωει της σάρκες του.






-Πρώτα τα μικρά παιδιά! Πρώτα τα μικρά παιδιά!Φώναζαν ...






Και τότε βγήκε ...






Ο άρχοντας του φθόνου, ο διοργανωτής της μεγάλης γιορτής ...






Τα Φώτα στρέψανε πάνω του όπως άρμοζαν, ενώ ο ακροβάτης κουρασμένος από το ρεύμα και την βροχή γινόταν κάρβουνο...






Υπέροχο ταιμινγκ...






Ο διοργανωτής είχε ανοιχτά τα χέρια και φορούσε ένα λευκό κουστούμι.


Δεν είχε πρόσωπο,μόνο ένα τεράστιο λευκό χαμόγελο,και μαύρα αστραφτερά μαλλιά, καλοχτενισμένα, και κολλημένα πίσω με μπριγιαντίνη.






-Η πατρίδα πέθανε!






Είπε.






-Ζήτω η πατρίδα!






Ο κλόουν, πρόσφερε στον φρενιασμένο απ την γιορτή κόσμο φαλλούς και αιδοία.






Το πνεύμα από πάνω πονούσε, και ούρλιαζε...






-Δεν γνωρίζουν δεν γνωρίζουν...






Μα απ’ την άλλη μπορεί απλά να το καταλάβαινα έτσι .






Τεραστία μηχανήματα ερχόντουσαν κατά πάνω μου ρωτώντας με αν ήθελα να με ξεσκίσουν .






Τους χαμογέλασα ευγενικά, και τους είπα όχι ,όχι απόψε.






Και ύστερα βοή






Και ύστερα σιωπή






Και ύστερα βοή






Και ύστερα αίμα






Και ύστερα βοή






Και ύστερα σιωπή






Και ύστερα πληγή,και αίμα






-Ο χρόνος αλλάζει






τον άκουσα να φωνάζει στην τελευταία ρανίδα αίματος.






-Εκμεταλλευτείτε τον .










* δυσνόητη λέξη


Παρασκευή

00





Είχαν μαζευτεί πολλά σύννεφα πάνω από τον τόπο μου, που βροχές δεν κάνανε, μπουμπουνητά δεν δίνανε. Κάθονταν στον ουρανό ακίνητα, γιατί τίποτα δε γύρευαν.
Έτσι, έβγαλα κι εγώ ένα τσουβάλι και τα μάζεψα γιατί πεθύμησα λιακάδα. Τα’ ζεψα στην πλάτη μου και πήγα να τα πετάξω στον κάδο.
Ο γείτονας με το που με είδε, μου φώναξε!
- Ει, τι κάνεις;
-Κάτι σκόρπια σύννεφα έχω μαζέψει και πάω να τα πετάξω.
-Όχι εδώ! Εδώ πετάμε τον κακό μας τον καιρό, είπε καθώς ο δορυφορικός αναμεταδότης του, που ήταν στερεωμένος στην κορφή της κεφαλής του, τον ειδοποιούσε πώς αυτό ήταν το σωστό και το συμφωνημένο για την ορθή λειτουργία της πολιτείας, ακούγοντας πολλούς επαίνους και χειροκροτήματα για την πράξη του απ’ την μακρινή διάσταση του χαμένου χρόνου.
-Καλά ρε φίλε, κι αυτά που να τα πάω;
-Α, αυτά τα πετάμε στην πόλη.
-Θα ‘θελα να ‘ξερα ρε άνθρωπε, που στο καλό πετάτε την καψούρα σας!
Δεν μου απάντησε. Συνδέθηκε δορυφορικά με τα ξεχασμένα ραδιοκύματα της πλημμυρισμένης ύπαρξης του και αφέθηκε εκεί.
Έμεινα να τον κοιτάω ασθμαίνοντας, σαν τα σύννεφα στο τσουβάλι μου.
Η μάνα του βγήκε στην αυλή κρατώντας ένα τσουκάλι, ανακατεύοντάς το υπνωτισμένα.
-Ε, κυρά τι μαγειρεύεις;
-Σκοτάδι για να φάν οι κανακάρηδές μου.
Σήκωσε την κουτάλα ψηλά, αφήνοντας το να πέσει ξανά μές το τσουκάλι.
Ήταν παχύ, πηχτό σκοτάδι!
Κοίταξα τον γεμάτο κάδο. Ήταν σίγουρα κακός καιρός.
-Τι κοιτάς έτσι σαν χαμένος, μου είπε. Θα κάνεις καμιά δουλειά;
Έτσι καθώς πιάστηκα απ’ αυτό το χάσιμο και τα χέρια μου χώθηκαν βαθιά μέσα του, ανοίγοντας το, της είπα:
-Να φεύγω τώρα! Είναι ώρα να φάτε!
Αφέθηκα μέσα του και το άφησα να με πάει, εκεί που καταλήγουν όλα!
Καθώς στροβιλιζόμουνα μέσα σε αυτό, κατάλαβα ότι είχα ξεχάσει το τσουβάλι με τα σύννεφα, πίσω.
Δεν πειράζει, άκουσα μια φωνή να μου λέει. Και δουλειά να μην έχεις, στην πόλη θα πάς. Εκεί καταλήγουν όλα.
Έτσι βρέθηκα στην πόλη.
Κρότοι και φωνές σκάγανε γύρω. Ποδοβολητά και μηχανές, οθόνες, οθόνες, οθόνες…Τζαμαρίες που άρπαζαν τα είδωλα αυτών που περπατούσαν. Φώτα χλωμά, κουπόνια της μεγάλης ευκαιρίας, πεταμένα στον δρόμο.
Έρωτες ακρωτηριασμένοι σε τροχαίο. Τσακισμένα ειδύλλια, καθρεφτίζονταν στις νερολακκούβες της ασφάλτου.
Δεν ντρέπομαι να το πώ. Σκιάχτηκα, κόπηκαν τα γόνατα μου.
Άνοιξα την πόρτα του πρώτου μπάρ που βρήκα και μπήκα μέσα.
Έκατσα και παρήγγειλα μια αμνησία  σφηνάκι.
Στα δεξιά μου καθόταν το παρελθόν.Στα αριστερά μου, το μέλλον.
Διακριτικά το παρελθόν, έβγαλε ένα μικρό τάπερ κι άρχισε να τρώει. Με είδε που το κοίταξα και καθώς μπουκωνόταν μου είπε:
-Είναι παλιά νοήματα που χουν χαθεί πια, και δείχνοντας μου με το πιρούνι του ένα κομμάτι μπιφτέκι, κάγχασε καθώς πνιγόταν. Αυτό είναι από τους εργάτες που τρώγανε τόσα χρόνια.
Γύρισα από την άλλη και άκουσα το μέλλον, που ρωτούσε την απορία αν ήξερε που ήταν το συμφέρον του.
Μια κοπελιά στην άκρη, βαφόταν με τα χρώματα του πολέμου.
Ντύθηκα κι εγώ θάνατος και τους χαιρέτησα γλυκά.
Βγαίνοντας έξω πασαλειμμένος με αίμα, ανακάλυψα το πώς θα μπορούσα ν’ ακούσω τη σιγαλιά.
Παίρνοντας το δρόμου του γυρισμού και καθώς έφτανα στον τόπο μου, άκουσα να ψιχαλίζει. 



Δευτέρα

Ο σκοπός Αγιάζει τα μέσα .




(Θρησκευτική παρεμβολή )...




Στον πόλεμο της εργασίας , και μετά από σκληρές μάχες οι βιομήχανοι αποφάσισαν να ασφαλίσουν τον κόσμο τους .
Έτσι, έφτιαξαν φρούρια , και ανάθεσαν σε σκοπούς να φυλούν τα συμφέροντα τους.
Οι αντεγκλήσεις όμως ήταν πάμπολλες , και όλο οξύνονταν ,και έτσι ο σκοπός της σκοτεινής πύλης στο απομακρυσμένο φυλάκιο  του μαύρου χρήματος ένιωθε την ταραχή να δρασκελίζει μέσα του.
Είχε πληροφορίες πως θα δεχόταν επίθεση , και βλέποντας το κρονισμένο φεγγάρι θαμπό είχε τρομοκρατηθεί .
Τότε, άκουσε ένα τρίξιμο κλαδιών δεξιά του .

Μέσα στον τρόμο του , όπλισε και πυροβόλησε προς τα κει.
Ένα ωχ,μαζί με ένα γδουπ απλώθηκε στην υγρή δροσιά της νύχτας , και μετά μια φωνή ακούστηκε …

Με έφαγες γελοίε…

Ο σκοπός κινήθηκε προς τα κει ενώ το βράδυ μύριζε αίμα, μετακίνησε τα κλαδιά που του έκρυβαν την θέα και είδε…

Ένας παπάς κείτοταν αιμόφυρτος στην χλόη και αγκομαχούσε…

Ρε παπά είπε, τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;  

Στάσου να σε βοηθήσω

Κοίταξε την πληγή , η σφαίρα τον είχε πάρει πλάγια και ξώφαλτσα , και είχε σταματήσει στην άκρη της κοιλιακής  χώρας .
Κάτσε ωρε παπά να σου καθαρίσω την πληγή , να πάρει… Ξέχασα το παγούρι μου …

Να ! Πάρε !Του είπε ο παπάς έχω εγώ είναι αγιασμός… Και του έδωσε ένα μπουκάλι.

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων τα βαμπίρ που είχαν μυρίσει αίμα συνοφρυώθηκαν και πέταξαν μακριά .

Ο σκοπός έπιασε την σφαίρα που δεν είχε χωθεί βαθιά και την τράβηξε , έπειτα έριξε πάνω στην πληγή αγιασμό…
Αγιάζοντας και τα μέσα …



Κυριακή

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΑΝΘΡΩΠΗ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.




Ή...

…Μια προσπάθεια να μπουν  τα πράγματα στη θέση τους…


Άμα αρχίσεις και ψαχουλεύεσαι, υπάρχει ένα μέρος.
Ένα φιλήσυχο μέρος και ειρηνικό, όπου βρίσκεται το χωριό των δράκων.

Οι Δράκοι είναι ειρηνικά πλάσματα που ζούν σε μια εύφορη κοιλάδα, χρησιμοποιώντας τις φλόγες τους.
(Ποτίζουν τα χωράφια τους κι έπειτα, ξερνάνε φλόγες πάνω από τους καρπούς
ωριμάζοντάς τους έτσι πιο γρήγορα. Κι έτσι, η κοιλάδα τους είναι η πιο εύφορη
Και η πιο ξακουστή!)

Επειδή όμως όλα σ’ αυτή τη ζωή τα έχουμε ακούσει και όλα τα έχουμε δει
Κι επειδή ψαχουλευόμαστε πιο πολύ ακόμα, όταν βαριόμαστε, ανακαλύπτουμε
Και πιο «βαριούς» κόσμους.

Οι οποίοι δικοί μας είναι, ανθρώπινοι, και ξέροντας για τη γέφυρα του Θώρ Ντίκ,
(ξακουστή γέφυρα, θα σου πώ παραπέρα), αλλά κι επειδή άνθρωποι ήμαστε, ξεχνιόμαστε κιόλας, κάποιοι από τους «βαριούς» κόσμους, μαθαίνουν για την ύπαρξη
Των κόσμων των Δράκων και πού και πού, κάποιοι παράτολμοι μέσα απ’ τη μιζέρια που ζούν και θέλοντας ν’ αρπάξουν την ευφορία των Δράκων, εισβάλουν περνώντας
τη γέφυρα του Θώρ Ντίκ,( συνήθως πριγκίπισσες) λεηλατούν κι αρπάζουν Δράκους!
Και μια τέτοια περίπτωση είναι η παρακάτω ιστορία…

Στον Κόσμο των Κόκκινων Δράκων, η μέρα ήταν ηλιόλουστη και οι Δράκοι είχαν αρχίσει από νωρίς να πετούν και να ζεσταίνουν τους καρπούς τους στα χωράφια.
Όλα κυλούσαν ήρεμα σαν το νερό στο ποτάμι, αλλά τότε, από την γέφυρα ξεπρόβαλλε η κοντόχοντρη, τριχωτή, κακάσχημη πριγκίπισσα με την τεράστια κρεατοελιά στη μύτη,( στον τόπο της ήταν το απόλυτο φετίχ και το ύψιστο σύμβολο της ομορφιάς).

Κρύφτηκε μες τους αγρούς και περίμενε να βραδιάσει. Αφού η νύχτα έπεσε, άνοιξε τον σάκο της και άφησε να βγεί ένα γλυκανάλατο ζώο, που είχε μαζέψει πρίν περάσει τη γέφυρα.

Αυτό άρχισε να σκούζει...λινμφ…σλινμφ..

Καθώς το μισό φεγγάρι ξεπρόβαλλε, ένας μικρός δράκος άκουσε τους λυγμούς του...
Άρχισε να πηγαίνει προς τα κει.

Ινμφ…λινμφ...
Σκουτι…σκουρτι…

Το άκουγε τώρα καθαρά.Το πλησίαζε, το ήξερε…

Και τότε!.. Με μιάς, η κακάσχημη πριγκίπισσα(σύμβολο ομορφιάς στον κόσμο της)
Τον τύλιξε με τον σάκο της και πέρασε γρήγορα απο τη γέφυρα του Θωρ Ντικ, στο βασίλειό της.

Τα ουρλιαχτά του μικρού δράκου καθώς  χάνονταν, ακούστηκαν σε όλο το χωριό, 
και αμέσως οι Δράκοι αντιλήφθηκαν, τι είχε συμβεί!

Αφού ανακάλυψαν, ποιος ήταν ο μικρός δράκος που απήχθηκε, ενημέρωσαν τον πατέρα του, που στεκόταν στην αυλή , ξερνόντας  φωτιές κι ασθμαίνοντας με μια
ανάγκη ασφυκτικής απογοήτευσης και ολοκληρωτικής απόγνωσης.

Σκεφτικοί όλοι οι υπόλοιποι Δράκοι, κοιτούσαν χάμω, βγάζοντας καπνούς ρουθουνίζοντας, ώσπου ήρθε το ξημέρωμα.

Τότε ένας νεαρός, δυνατός Δράκος είπε: «Θα πάω να τον σώσω!»

Ο  ήλιος ανέβαινε και κοιτούσε το αναμούχλευμα των Δράκων, που προσπαθούσαν να τον πείσουν, να μην πάει σε εκείνη την επικίνδυνη γή, ενώ εκείνος διέσχιζε τη γέφυρα του Θώρ Ντικ!

Κι ενόσω εσύ έδινες θετικά πρόσημα στην αφαιρετική αφηρημάδα σου, ο Δράκος
Πέταγε πάνω από τη γέφυρα , ώσπου, χάθηκε…




Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΩΡ ΝΤΙΚ.


Η ιστορία λέει, ότι στα πολύ παλιά χρόνια, ξέσπασε ένας ανελέητος και μεγάλος πόλεμος.
Κι όπως σε κάθε πόλεμο, η καταστροφή είναι αλόγιστη και μαζί της, καταστρέφονται ψυχές, που σιγά σιγά, αποκόβονται από τα συναισθήματα.
Έτσι, οι άνθρωποι μαθαίνουν να καταρρέουν, μαζί με τα πάντα γύρω τους.

Όμως από τους επιζήσαντες ξανά, δημιουργείται, ο πολιτισμός.
Και σε κεινη την ολοκληρωτική καταστροφή του κόσμου, ένας από τους επιζήσαντες,
ήταν κι ο Θώρ Ντικ.
Μικρό παιδί τότε, έπιασε δουλειά σε ένα βυρσοδεψείο.
Πέρναν τα δέρματα από τις σάρκες και φτιάχναν ρούχα και παπλώματα, ενώ από τα κόκκαλα, σούπες πολύ διαδεδομένες την εποχή εκείνη.
Έπειτα από δέκα χρόνια εργασίας, γνώρισε την ανηψιά του αφεντικού, κάπου στα δεκαέξι αυτή, δεκατέσσερα αυτός, την πόθησε…
Τα συναισθήματα όμως είχαν χαθεί από τις ζωές των ανθρώπων και το κορίτσι τον εκμεταλλέυτηκε για χρόνια.

Δεν το έκανε από κακό, απλά τότε δεν υπήρχαν τα συναισθήματα.

Μετά από χρόνια προσμονής, ο Θώρ Ντικ, στεκόμενος στην άκρη της γοητείας,
άρχισε να στοχάζετε.
Ένιωθε από ένστικτο κάτι ανώτερο γι αυτή, αλλά κανείς πια δεν το γνώριζε ή κανείς δε μίλαγε γι αυτό.

Έτσι αποφάσισε να κοιτάξει μέσα του…Εσωστρεφής όπως ήταν, δεν άργησε
Να βρεί την μαύρη χαράδρα…

Ένιωσε τη σκοτεινιά να ορμάει στο μυαλό του και την ώρα που μουμουρουσε
Το Είναι του, ένα φύλλο έπεσε στον ώμο του…
Το απαλό άγγιγμα του φύλλου σπινθίρισε το Είναι, που τον τράβηξε απ’ τη σκοτεινιά του και αφού ήθελε να περάσει από κει, χρησιμοποίησε το φώς αυτό και σκέφτηκε:

«Υπάρχει Φώς πέρα απ’ αυτό το Σκοτάδι. Αν μπορεί να υπάρξει ένας Σπινθήρας, μέσα σ’ αυτή τη Σκοτεινιά, τότε μια Φωτιά μπορεί να κάψει αυτό το Σκοτάδι.
Υπάρχει Φώς, μετά απ’ αυτό το Σκοτάδι. Θα το περάσω φτιάχνοντας μια Γέφυρα…»

Άρχισε να παίρνει τα πέτρινα μέρη του εαυτού του και να χτίζει μια γέφυρα.
Χρόνια και χρόνια την έχτιζε και το κορίτσι τον κορόιδευε. Μα μέσα στα γεράματά του, ενώ δούλευε την γέφυρα, ξαφνικά έφτασε σε μια βαριά πόρτα.
Την απασφάλισε, την άνοιξε και τότε ξεχύθηκε μέσα του, όλο το Φώς των Αιώνων!
τα πάντα φωτίστηκαν γύρω του κι αυτός έτρεξε να βρεί το κορίτσι, να της δείξει
επιτέλους πώς ένιωθε για εκείνη. Την πήρε απ’ το χέρι και την ανέβασε στη γέφυρα.

Αλλά σε κάθε βήμα της ένιωθε σα να τον ποδοπατούσε!

Ωστόσο δεν σταμάτησε. Την πήγε στη Πηγή του Φωτός!

Αποκαμωμένος, έκατσε κάτω και της είπε:
«Αυτό, αυτό νιώθω για σένα.»
Κι έπειτα αγκαλιασμένοι, βαριανάσαιναν αλαφρωμένοι.

Η γυναίκα δεν το άντεξε κι έτρεξε πίσω φωνάζοντας τους ανθρώπους, για να δούν τι της έφτιαξε…

Μα κάθε της βήμα, το ένιωθε σα να τον πατάει.

Κι όταν γύρισε με όλους εκεί για να δούν…

Τον ποδοπάτησαν!

Ωστόσο, αυτή η Γέφυρα υπάρχει και συνδέει τον κόσμο των συναισθημάτων
Με τον ψυχικό, τον πνευματικό, τον φυσικό και τον φανταστικό κόσμο…






ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΖΟΥΜΕ.

Ο Δράκος περνούσε από τη γέφυρα του Θώρ Ντικ και χώθηκε μες τον κόσμο της άσχημης πριγκίπισσας.
Περνώντας πάνω από άγρια βράχια και έρημες εκτάσεις, ακολουθούσε τα βήματά της ώσπου είδε το βασίλειό της και το κάστρο όπου φύλαγε τον μικρό δράκο.

Έκατσε και παρατήρησε το κάστρο, μέχρι να βρεί σχέδιο να δράσει.

Όμως η βασίλισσα φυλόυσε ολημερίς και ολονυχτίς τον μικρό δράκο, που τον χρησιμοποιούσε για να ζεσταίνει το παλάτι της, περιπολώντας ολόγυρα, κρατώντας αγκαλιά τη γάτα της!

Έτσι ο Δράκος δεν μπορούσε να ελευθερώσει τον φίλο του, ώσπου μια μέρα έγινε το    θαύμα!

Ενόσω η βασιλοπριγκιποπούλα περιπολούσε, εμφανίστηκε κοντά της ένας σκίουρος.
Προσπάθησε να τον πιάσει, σκοντάψε, με αποτέλεσμα να φύγει η γάτα απ’ τα χέρια της και να χαθεί στο δάσος κυνηγώντας τον σκίουρο, που το έσκασε τρομαγμένος...

Η πριγκιποπούλα έβαλε τα κλάματα, κλείστηκε στο κάστρο για μέρες και μετά από καιρό, οι σάλπιγγες ήχησαν!

Όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου μαζευτήκαν στην κεντρική πλατεία και σε λίγο κατέφτασε, η βασιλική φρουρά, οι υπηρέτες, οι μάγειροι και η πριγκίπισσα αποφασισμένη.
Τότε ο ντελάλης λάλησε:
«Η βασίλισσά μας! Η πριγκίπισσά του χαλασμένου κόσμου, αυτό το τέρας ομορφιάς, έκρινε πώς ήρθε η ώρα να παντρευτεί!»

Στην ηχώ αυτών των λέξεων, ο Δράκος ελευθέρωνε τον φυλακισμένο του φίλο, πετώντας παρέα απ’ την αντίθετη μεριά της πλατείας, προς τη γέφυρα του Θώρ Ντικ!

Κανείς δεν πήρε είδηση, μιας και η πριγκίπισσα τους ήθελε όλους παρόντες και ο τελάλης συνέχισε:
«Όποιος βρεί τη χαμένη γάτα της βασίλισσας, θα γίνει ο άντρας της.»

Στο βασίλειο της, η κακάσχημη χοντροκώλα, γεμάτη κυτταρίτιδα, τικ, τρίχες και άλλες τέτοιες χαριτωμενιές πριγκίπισσα, ήταν το μοναδικό θηλυκό και όλοι οι άλλοι καταγοητευμένοι υπήκοοι, ήσαν άνδρες!

Έτσι μετά από μια ιαχή ενθουσιασμένοι ξεχύθηκαν στο δάσος…

Το δάσος ήταν άγριο και αφιλόξενο και τις πρώτες μέρες χαθήκαν χιλιάδες –αποκυήματα – ανθρώπινης φαντασίας.Μερικές εκατοντάδες που επέζησαν, κατάφεραν ν’ ανακαλύψουν τα ίχνη της, μα στην προσπάθειά τους να την πιάσουν, άλλοι πέσαν σε χαράδρες κι άλλους τους κατασπάραξαν τα βουντουρού…( ζώα που ευχαριστιούνται να σε βλέπουν να τρώγεσαι, με τα ρούχα σου).

Ο τελευταίος, την είδε να κάθεται σε μια απότομη άκρη ενός γκρεμού και να γλύφει το μπροστινό της πόδι, γουργουρίζοντας.

Έκανε τη κίνηση να την αρπάξει με αποτέλεσμα η γάτα να βρεθεί πίσω από ένα βραχάκι σύριζα στον γκρεμό κι εκείνος στο κενό.

Η κραυγή του, ανησύχησε την περιέργεια, η οποία ήταν ερημίτης σε μια σπηλιά,αφού κανείς δεν της έδινε πια σημασία, σκουντουφλησε σε μια πέτρα, η οποία κατρακύλησε, χτύπησε σε ένα βράχο, αιωρήθηκε στον αέρα για λίγο και προσγειώθηκε πάνω στην απορημένη γάτα, ρίχνωντας την, στο κενό.

Στην απονενοημένη χώρα της ανυπαρξίας.

Αυτός ο κόσμος χωρίς άντρες έπαψε να υπάρχει σιγά, σιγά και σε μας έμεινε η ιδέα...
Ότι η περιέργεια έφαγε τη γάτα.-

Πέμπτη

κι ας τραβάς το βλέμμα σου κάτω





Γεια σου 

δε ξέρω αν με ακούς 

Έλα μέσα 

Πραγματικά 

έχω ένα σκοτεινό δωμάτιο να σου δείξω

Έλα, είναι στο υπόγειο 

έχω συναισθήματα σε μπουκάλια 

Θες να δοκιμάσουμε λίγο πόνο ;

Βρίσκετε σε τόσα κρυμμένα πράματα 

Ηρέμησε 

Μια ένεση ενημέρωσης πρώτα 

Απλά καθημερινά γεγονότα 

Της ζωής σου 

Τα ασήμαντα πρώτα ε;

Ήξερες ότι η αηδία  κυκλοφορεί έτσι;

Μόνο έρωτες έβλεπες στον ορίζοντα

Και εσύ γινόσουνα τα κύματα 

Μα όταν στέγνωσαν τα χείλια σου 

η σκόνη έγινε είναι σου 

και έπεσες στον άγνωστο τόπο 

και ούτε που καταλαβαίνεις το άγνωστο 

σαν παιδί έπαιζα με ότι δεν είσαι  

και αυτό που φτιάξανε  

ένας  βολεμένος απορημένος άνθρωπος 

εντάξει

θες μια κάψουλα  αναγούλας  ακόμα;

θα νιώσεις ένα πρήξιμο  

το παράθυρο είναι ανοιχτό 

για να νιώσεις λίγο το άρρωστο 

μπορείς να σηκωθείς ;

δεν είναι όμορφο αυτό; 

Ωραία 

Την ώρα  που πας να φωνάξεις 

Βλέπω τον βράχο που κρύβει την φωνή σου 

Τον πάγο πάνω στα χείλια σου

Που σου ψιθυρίζει 

Άστο μωρέ είναι ώρα να φύγουμε 

Δεν υπάρχουν ελπίδες στα μέρη που κάθεσαι 

Τα πλοία της ζωής ταξιδεύουν

Και συ μόνο κοιτάς τα κύματα

Το είναι  σου στεγνώνει

Στα μέρη που κάθεσαι 

Όταν ήμουν παιδί  αναρωτιόμουν 

αν ο ουρανός λάμπει μες τα μάτια μου

ήμουν αυτό που κοίταγα

έμαθα ότι άγγιζα με τα δάχτυλα μου

μα το παιδί έχει μεγαλώσει 

και αυτό  έχει φύγει 

και έτσι απέναντι σου βλέπεις  

κι ας τραβάς το βλέμμα σου κάτω 

έναν βολεμένο απορημένο  άνθρωπο